Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

Ο Μπαμπασάκης για τον Παυλόπουλο [ξανά!]

Κρανίου Τρόπος
 
 
Μια έκθεση και ένα βιβλίο από τον Τάσο Παυλόπουλο που δεν παύει στιγµή να λειτουργεί σαν κατάσκοπος του χθες και του σήµερα, αναζητώντας παθιασµένα αυτό που µπορεί να παραµένει ακόµα ζωντανό.

Ο ήλιος της κεφαλής µου έχει όλα τα χρώµατα
Είναι αυτός που καίει τα σπίτια
Από άχυρο
Όπου ζουν οι άρχοντες που διέφυγαν από κρατήρες
Και οι όµορφες κυρίες που γεννιούνται κάθε πρωί
Και πεθαίνουν κάθε βράδυ
Όπως τα κουνούπια
Μπενζαµέν Περέ, «Οι Περασµένοι Καιροί»


Το Dada δεν είναι µόνο σύνθηµα» διάβαζες πριν από ένα τέταρτο του αιώνα σε κάµποσους τοίχους των Εξαρχείων. Πώς µπορούσε ένα ρεύµα της πρωτοποριακής τέχνης, έστω της αντι-τέχνης, να εµπνέει τους πλέον ανυπότακτους νεανίες µιας µικρής χώρας της νοτιοανατολικής Μεσογείου; Μα ακριβώς επειδή το Dada έµοιαζε καλώς συγκερασµένο ώστε να παίζει µε τη διαλεκτική του χρόνου, έµοιαζε καλά εξοπλισµένο µε τρόπους που σε καταβύθιζαν σε ένα αρχέγονο ακατέργαστο παρελθόν, κατόπιν σε επανέφεραν µε φόρα σε ένα παλλόµενο παρόν, κι έπειτα σου έκλειναν το µάτι και µε τα περιβόητα γραφιστικά χεράκια, που κοσµούσαν σχεδόν κάθε ντανταϊστικό έντυπο, σου έδειχναν προς ένα µέλλον που δεν σε αναµένει απλώς αλλά που πρέπει εσύ ο ίδιος, µε παρρησία και οργανωµένα σκιρτήµατα της φαντασίας, να ονειρευτείς και να παραγάγεις. Οι ντανταϊστές επιστράτευσαν πάµπολλους συνδυασµούς παγερής λογικής και πυρωµένης τρέλας, υψίστης σοβαρότητας και αχαλίνωτου χιούµορ, µεθοδικής υπονόµευσης κάθε παραδεκτής αξίας και επινόησης νέων συµπεριφορών, νέων εθίµων και ηθών, προκειµένου να διαµαρτυρηθούν για τον γενικευµένο παραλογισµό του Πρώτου Παγκόσµιου Μακελειού, να συνοδοιπορήσουν, ιδίως στη γερµανική εκδοχή του Dada, µε τα πιο προωθηµένα τµήµατα του εξεγερµένου προλεταριάτου, να δυσφηµήσουν εµπρηστικά κάθε τι αποπειράται να µας στερήσει από τις βαθιά ανθρώπινες ιδιότητές µας. Ένας ποιητής έλεγε ότι ποίηση είναι η αµοιβαιότητα των δακρύων. Ας πούµε ότι Dada είναι η δυναµική εναντίωση στην παρουσία των αχρείων.

Ο Τάσος Παυλόπουλος είναι δεδηλωµένος λάτρης του Dada. Αλλά, προσοχή: σε καµία περίπτωση δεν είναι ένας µεταντανταϊστής. Ούτε βέβαια κάποιος κατά σχεδόν έναν αιώνα καθυστερηµένος µιµητής των τρόπων του Dada. (Είχαµε πήξει κάποτε από ενοχλητικούς ανθυποµιµητές των όσων µπόρεσαν να κοµίσουν στην Τέχνη και στην Επανάσταση, ή και στις δύο, αυθεντικοί πρωτοπόροι όπως ο Αρθούρος Κραβάν, ο Αντρέ Μπρετόν, ο Μπενζαµέν Περέ, ο Φρανσίς Πικαµπιά, ο Μαρσέλ Ντυσάν, και τόσοι άλλοι). Ο Παυλόπουλος, απεναντίας, προχωρεί, µε τα χρόνια, σε ένα γόνιµο διάλογο µε τα επιτεύγµατα του Dada, αντλεί από αυτά, τα µπολιάζει µε λογισµό και µ’ όνειρο, τολµάει να τα βάλει να συνοµιλήσουν µε άλλα επιτεύγµατα άλλων τρόπων, ρυθµών, µεθόδων, και γεµίζει εν συνεχεία µε όλα τα χρώµατα τον τόπο του κρανίου του, εκείνο το ευλογηµένο µύχιο στούντιο της αληθινά αληθινής αλήθειας, της πραγµατικά πραγµατικής πραγµατικότητας, ήτοι εκείνο το αµπρί, εκείνο το χαράκωµα, εκείνο το φωτερό και λυτρωτικό, από τουλίπες και ορχιδέες καµωµένο οδόφραγµα όπου µαίνεται λυσσαλέα ο πόλεµος ανάµεσα στους πολυάριθµους κακοµούτσουνους κανάγιες και στους αγγελόµορφους happy few.

Στην άτυπη τετραλογία του «No Parking…» (Άγρα, 2000), «Κόλο Κόλο» (Άγρα & Kalfayan Galleries, 2005), «Άχρηστο Κεφάλι» (Kalfayan Galleries & Εκδόσεις Τέχνης Οίστρος, 2006), και «Κρανίου Τόπος» (Kalfayan Galleries, 2008), ο Παυλόπουλος δεν παύει να λειτουργεί σαν ένας κατάσκοπος του Σήµερα στο Χτες, σαν ένας αυτόκλητος ιχνηλάτης που αναζητάει παθιασµένα αυτό που µπορεί να παραµένει ακόµη ζωντανό, όλο σκιρτήµατα και κραδασµούς, κι έτσι µπορεί να σµίξει µε ό,τι θέλει να πάλλεται και στον καιρό µας. Ο Πικαµπιά σµίγει µε τον Καραγκιόζη, µια ωραία καρικατούρα του ζωγράφου παίζει σκάκι µε τον Μαρσέλ Ντυσάν στο νυν, η κάπως ρενεµαγκριτική µορφή µε το επίσηµο καπέλο και το άψογο κοστούµι που δεσπόζει στον περιλάλητο, συγκλονιστικά καινοτόµο πίνακα «Pieta or Revolution by night» (1923) του Μαξ Ερνστ µετατρέπεται διά χειρός (και µυελού) Παυλόπουλου σε ένα κράµα κουτσαβάκη, ρεµπέτη, ξεπεσµένου µπάτσου και κακοµοιριασµένου τραµπούκου. Ο πανίσχυρος και επίφοβος κροκόδειλος γίνεται, µε µια ντρίπλα δεξιοτεχνική, µια ντρίπλα που δεν την κάνει άλλος από τον δαντελένιο ποδοσφαιριστή που είναι η παιδική µας ηλικία όταν έβλεπε κροκόδειλους στα έργα µε τον Ταρζάν, µεζεδάκι, καρφωµένο σ’ ένα γιγάντιο πιρούνι, αεροπλανάκι για να παίζουν οι πιτσιρικάδες ή µεταλλικό φόντο για την εξαίσια, τόσο επίκαιρη σήµερα, απόφανση του Σάµιουελ Μπέκετ, «Όταν είµαστε µες στα σκατά ως το λαιµό, δεν µένει παρά να τραγουδήσουµε».

Κάθε φορά που αντικρίζω και απολαµβάνω έργα του Παυλόπουλου (είτε σε γκαλερί, είτε σε λευκώµατα και βιβλία, είτε στους τοίχους, αλλά και στο καζανάκι της τουαλέτας, του τζαζ καλλιδροµιακού ουισκάδικου «Ο Ένοικος», όπου κάψαµε κάµποσα χρόνια της ζωής µας και αρίφνητα εγκεφαλικά κύτταρα για να γίνουµε ακόµα πιο ανθρώπινοι, βεβαίως βεβαίως), µου έρχονται τρία πράγµατα στο ελβετικό τυρί που είναι ό,τι απέµεινε από τον κάποτε κραταιό εγκέφαλό µου:

Πρώτον, ότι θεωρώ τον κρανίου τρόπο του εν λόγω καλλιτέχνη απέναντι στους προδρόµους του ως βέβηλο σεβασµό και σεβάσµια βεβήλωση. Που σηµαίνει, όπως κάνουν πολλά παιδιά µε τα καινούργια τους και αγαπηµένα τους παιχνίδια, θαυµάζω, χαλάω, διαλύω για να δω τι έχει µέσα (έτσι λέγαµε, µικρά σαν ήµασταν), και συναρµολογώ εκ νέου, µε άλλη διευθέτηση, δική µου, του γούστου µου προσωπική µου, τα κοµµάτια από διαφορετικά παιχνίδια για να φτιάξω ένα καινούργιο, πρωτόγνωρο, καινοφανές.
Δεύτερον, ότι είχα διαβάσει κάποτε, κατάπληκτος από τη σπάνια ευστοχία του κριτικού, πως τα τραγούδια του Τοµ Γουέιτς έχουν την ιδιαιτερότητα να σου φαίνεται ότι τα έχεις ξανακούσει, κάπου, κάποτε, και τα έχεις ήδη κάνει κτήµα σου, τα φέρεις στο µυαλό, στην καρδιά, και σ’ όλο σου το µυϊκό σύστηµα, ακόµα κι αν είναι από τον τελευταίο του δίσκο και τ’ ακούς πρώτη φορά, και έχεις επίγνωση φυσικά ότι τ’ ακούς πρώτη φορά. Όπως ο Γουέιτς χάνεται στους ρυθµούς και τις µελωδίες του Βαθέως Νότου, στα περίτεχνα κοσµηµένα µε λαϊκά µοτίβα µουσικά δηµιουργήµατα του Κουρτ Βάιλ, σε ακατάσχετους κι ακατάστατους ήχους της µεγαλούπολης, σε λαϊκά χαµούρικα τραγούδια που ακούγονται στα µπορντέλα, αλλά και σε θορυβώδεις εκρήξεις ενός αβανγκαρντίστα όπως ο Καρλ Χάιντς Στοκχάουζεν, για να τα κάνει ένα, να τα κάνει δικό του, καινούργιο, πρωτάκουστο ήχο, έτσι και ο Παυλόπουλος γυροφέρνει στα συνήθως κακόφηµα στην εποχή τους σοκάκια της αδάµαστης και ιδιοσυγκρασιακής δηµιουργικότητας, στα παιδικά περίτεχνα εικαστικά παίγνια του τύπου «Πού είναι ο Γουόλυ», σε λαϊκές ζωγραφιές που κοσµούσαν κάποτε τα καφενεία, αλλά και σε µιαν ανεστραµµένη (µε την έννοια της αναστροφής που επιχείρησε ο Μαρξ στη διαλεκτική του Εγέλου ώστε να σταθεί όπως πρέπει) pop art, στην οποία προσδίδει ένα ανατρεπτικό νόηµα που δεν είχε, και ενδεχοµένως δεν ήθελε να έχει, ούτως ώστε να κάνει τούτο τον διόλου τυχαίο αχταρµά δικό του και να µας τον προσφέρει δυναµικά, αναπαλαιώνοντας ό,τι είχε σηµασία και σκουπιδιάζοντας (ας µου επιτραπεί η γκαγκάν ορολογία, άλλωστε τεχνοκριτικός δεν είµαι), ό,τι δεν άξιζε παρά να σκουπιδιαστεί.

Τέλος, και τρίτον, µου έρχεται στο µυαλό, ίσως µέσα από τη διαδικασία κάποιας ποτισµένης στην αιθυλική αλκοόλη συνειρµικής ψευτο-συναισθησίας, η δουλειά ενός σηµαντικού έλληνα λογοτέχνη, του Παναγιώτη «Πητ» Κουτρουµπούση, ο οποίος, καθώς ξέρω, λατρεύει επίσης το Dada και, στα ακαριαία, εξόχως πρωτότυπα και γεµάτα ψυχωφελές χιούµορ αφηγήµατά του, το µπολιάζει µε διαβάσµατα από τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, µε τα εξωφρενικά κατορθώµατα των ηρώων της λεγόµενης παραλογοτεχνίας, µε τον Καραγκιόζη, µε τα νουάρ της «Μαύρης Μάσκας», µε υψηλές αλλά και ξεφτιλέισον στιγµές της επιστηµονικής φαντασίας, µε την υβριδική γλώσσα κάποιων παµπάλαιων µεταφράσεων έργων του Ιουλίου Βερν και µε την αργκό των ρεµπέτηδων. Το νόστιµο εν προκειµένω έγκειται στο ότι µοιάζει ασφαλώς ο ζωγράφος Παυλόπουλος να είναι το εικαστικό αντίστοιχο του συγγραφέως Κουτρουµπούση, και αντιστρόφως, αλλά επίσης συµβαίνει ο Κουτρουµπούσης να ζωγραφίζει κιόλας, και µάλιστα πολύ καλά, ο δε Παυλόπουλος να γράφει επίσης, και µάλιστα, ξανά επίσης, πολύ µα πολύ καλά!

Ας κλείσω, δίνοντας το λόγο στον ίδιο τον Παυλόπουλο: «Η τέχνη που προβάλλουν οι καιροί µας αποτελεί µιαν απόπειρα αναγωγής του σοκ σε αξία καθαυτή. Έχει, όµως, κάποιο νόηµα η χρησιµοποίηση µιας πρόκλησης, όταν αυτή δεν µπορεί πια να σοκάρει; Τα πράγµατα έχουν πια αναποδογυριστεί, και σήµερα είναι ο αστός ‘πελάτης’ που σοκάρει τη λεγόµενη πρωτοπορία. Την ντροπιάζει, αντιδρώντας όχι µε το σοκάρισµα αλλά µε την απόλαυση και, ανοίγοντας το χοντρό πορτοφόλι του, την ΑΓΟΡΑΖΕΙ και το γλεντάει αφάνταστα. Ποιος σοκάρει ποιον σήµερα; Ο µπίζνεσµαν καλλιτέχνης που θα παντρευτεί µια διάσηµη πορνοστάρ ή ο δισεκατοµµυριούχος συλλέκτης που θα πεταχτεί µε το ιδιωτικό του τζετ, για να γίνει… κουµπάρος αυτού του µάρκετινγκ γάµου;»

Το βιβλίο «Κρανίου Τόπος» εκδόθηκε µε αφορµή την έκθεση του Τάσου Παυλόπουλου «Κρανίου Τόπος» που φιλοξενείται στις Kalfayan Galleries, Χάρητος 11, Κολωνάκι, έως τις 8 Μαρτίου 2008.
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου